ἀπότομον

ἀπότομον
ἀπότομος
cut off
masc/fem acc sg
ἀπότομος
cut off
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • отъсѣкаѥмъ — (4*) прич. страд. наст. к отъсѣкати. 1.В 1 знач.: ови ѹбо главами ѿсѣкаеми пре(д) своимi родители. друзии же на путе(х) зарѣзываеми. (ἀποτεμνόμενοι) ФСт XIV/XV, 224а; || перен. Пресекаемый: злобѣ ѿсѣкаемѣ злостр(с)тьѥмь лукавы(х). (ἐγκοπτομένης)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κατηλογώ — κατηλογῶ, έω (Α) αμελώ, περιφρονώ, καταφρονώ («κατηλόγησε τοῡτο ὡς ἐὸν ἄμαχόν τε καὶ ἀπότομον», Ηρόδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀλογῶ «αμελώ, περιφρονώ». Το η τού κατηλογῶ είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • λισσός — Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Πόλη και λιμάνι της Κρήτης, επίνειο της Υρτακίνης ή της Ελύρας. Βρισκόταν στον μυχό του κόλπου του Αγίου Κυριακού, όπου σώζονται και ερείπια θεάτρου. 2. Παραλιακή πόλη της Ιλλυρίας, η ακρόπολη της οποίας ονομαζόταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”